εψιώμαι

εψιώμαι
ἑψιῶμαι, -άομαι (ΑΜ)
1. παίζω με ψηφίδες, με πετραδάκια ή αστραγάλους
2. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, τέρπομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σχηματίστηκε με το επίθημα -ιάω, το οποίο εμφανίζουν πολλά ρήματα δηλωτικά ασθενείας (πρβλ. εμετ-ιώ, ιλιγγ-ιώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έψιασμα — το και πληθ. εψιάσματα και ψιάσματα, τα [ἑψιῶμαι] αστείο πείραγμα με λόγια …   Dictionary of Greek

  • ενεψίημα — ἐνεψίημα, το (Α) παιχνίδι, παιχνιδάκι, άθυρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + εψιώμαι «παίζω, διασκεδάζω»] …   Dictionary of Greek

  • εφεψιώμαι — ἐφεψιῶμαι, άομαι (Α) εμπαίζω, χλευάζω, σκώπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑψιῶμαι «διασκεδάζω»] …   Dictionary of Greek

  • εψία — (I) ἑψία, ἡ (Μ) [ἕψω] μαγείρεμα, βράσιμο, ψήσιμο. (II) ἑψία και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α) 1. παιχνίδι που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια 2. γεν. παιχνίδι, παιδιά, ψυχαγωγία, διασκέδαση 3. (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) τὰ ἔψια «τὰ ἀπὸ… …   Dictionary of Greek

  • καθεψιώμαι — καθεψιῶμαι, αομαι (Α) εμπαίζω, πειράζω, περιγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑψιῶμαι «παίζω, διασκεδάζω, κοροϊδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ψιάζω — (I) και δωρ. τ. ψιάδδω Α παίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ἑψιῶμαι* «διασκεδάζω», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος, κατά τα ρ. σε άζω]. (II) Α [ψιάς, άδος] (κατά τον Ησύχ.) «ψακάζω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”