έψιασμα — το και πληθ. εψιάσματα και ψιάσματα, τα [ἑψιῶμαι] αστείο πείραγμα με λόγια … Dictionary of Greek
ενεψίημα — ἐνεψίημα, το (Α) παιχνίδι, παιχνιδάκι, άθυρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + εψιώμαι «παίζω, διασκεδάζω»] … Dictionary of Greek
εφεψιώμαι — ἐφεψιῶμαι, άομαι (Α) εμπαίζω, χλευάζω, σκώπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑψιῶμαι «διασκεδάζω»] … Dictionary of Greek
εψία — (I) ἑψία, ἡ (Μ) [ἕψω] μαγείρεμα, βράσιμο, ψήσιμο. (II) ἑψία και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α) 1. παιχνίδι που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια 2. γεν. παιχνίδι, παιδιά, ψυχαγωγία, διασκέδαση 3. (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) τὰ ἔψια «τὰ ἀπὸ… … Dictionary of Greek
καθεψιώμαι — καθεψιῶμαι, αομαι (Α) εμπαίζω, πειράζω, περιγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑψιῶμαι «παίζω, διασκεδάζω, κοροϊδεύω»] … Dictionary of Greek
ψιάζω — (I) και δωρ. τ. ψιάδδω Α παίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ἑψιῶμαι* «διασκεδάζω», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος, κατά τα ρ. σε άζω]. (II) Α [ψιάς, άδος] (κατά τον Ησύχ.) «ψακάζω» … Dictionary of Greek